- ψευδαγγελής
- ψευδαγγελ-ής, ές,A = ψευδάγγελος, ψευδαγγελὴς εἶν' Ar.Av.1340 codd. (ψευδαγγελήσειν Bentl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψευδαγγελής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαγγελής — ές, Α ψευδάγγελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάγγελος, κατά τα σιγμόληκτα επίθ. σε ής] … Dictionary of Greek